-
1 блуждающий
επ.πλανάμενος, περιφερόμενος•блуждающий взгляд περιφερόμενο βλέμμα•
εκφρ.- ая почка – νεφροπτωσία•блуждающий нерв – πνευμογαστρικό ή πλανητικό νεύρο•- ие огни – φωτεινές ατμίδες φωσφόρου. -
2 нерв
το νεύρ/οРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нерв